- ἐπαρύτω
- ἐπᾰρ-ύτω [ῠ],A draw a liquid from one vessel into another, metaph. in [voice] Med.,
ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῖς κακοῖς Plu.2.600d
:—[voice] Act., dub. in D.Chr.12.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκ τῶν ἀγαθῶν τοῖς κακοῖς Plu.2.600d
:—[voice] Act., dub. in D.Chr.12.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαρύτω — ἐπαρύτω (Α) χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»] … Dictionary of Greek
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek